praise
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
praise | praises |
praise (en)
- ο ύμνος
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | praise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | praises |
αόριστος | praised |
παθητική μετοχή | praised |
ενεργητική μετοχή | praising |
praise (en)