pragmatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pragmatique | pragmatiques |
pragmatique (fr) θηλυκό
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁaɡ.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pragmatique | pragmatiques |
pragmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό