prêtresse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prêtresse < prestresse < prêtre
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prêtresse | prêtresses |
prêtresse (fr) θηλυκό
- η ιέρεια
ενικός | πληθυντικός |
prêtresse | prêtresses |
prêtresse (fr) θηλυκό