préparateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préparateur | préparateurs |
θηλυκό | préparatrice | préparatrices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
préparateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη préparer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préparateur | préparateurs |
θηλυκό | préparatrice | préparatrices |
préparateur (fr) αρσενικό