Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pʁe.sɛpt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
précepte préceptes

précepte (fr) αρσενικό