poussoir
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
poussoir | poussoirs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
poussoir (fr) αρσενικό
- αντικείμενο που χρησιμεύει στη μετάδοση μιας πίεσης ή ώθησης
- (ειδικότερα) το κουμπί
- (χειρουργική) εργαλείο που χρησιμεύει στην εξαγωγή από τον οισοφάγο ενός αντικειμένου