Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
poussoir poussoirs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

poussoir (fr) αρσενικό

  1. αντικείμενο που χρησιμεύει στη μετάδοση μιας πίεσης ή ώθησης
  2. (ειδικότερα) το κουμπί
  3. (χειρουργική) εργαλείο που χρησιμεύει στην εξαγωγή από τον οισοφάγο ενός αντικειμένου

Συγγενικά επεξεργασία