potamographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- potamographique < potamographie
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
potamographique | potamographiques |
potamographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ποταμογραφία
ενικός | πληθυντικός |
potamographique | potamographiques |
potamographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό