postulation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˌpɒstjʊˈleɪʃən/
Ουσιαστικό επεξεργασία
postulation (en)
- ισχυρισμός, διατύπωση πάνω σε ανοιχτό ζήτημα, λεκτική ανάπτυξη θεωρίας, εκτίμηση πριν την οριστική απόδειξη