porte-parole
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-parole | porte-parole |
porte-parole (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- ο εκπρόσωπος, το φερέφωνο
- le porte-parole du gouvernement - ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
- το όργανο, το φερέφωνο