pordego
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pordego < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pordego | pordegoj |
αιτιατική | pordegon | pordegojn |
pordego (eo)
- η πύλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pordego | pordegoj |
αιτιατική | pordegon | pordegojn |
pordego (eo)