poltronnerie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- poltronnerie < poltron
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɔl.tʀɔn.ʀi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
poltronnerie | poltronneries |
poltronnerie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
poltronnerie | poltronneries |
poltronnerie (fr) θηλυκό