policisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- policisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | policisto | policistoj |
αιτιατική | policiston | policistojn |
policisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | policisto | policistoj |
αιτιατική | policiston | policistojn |
policisto (eo)