policewoman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
policewoman | policewomen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
policewoman (en) (αρσενικό policeman)
- (επάγγελμα) η αστυνόμος, η αστυνομικίνα, η αστυφύλακας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη police officer