Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

poitrinaire < poitrine

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
poitrinaire poitrinaires

poitrinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό