Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
poison poisons

  Ετυμολογία επεξεργασία

poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

poison (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας poison
γ΄ ενικό ενεστώτα poisons
αόριστος poisoned
παθητική μετοχή poisoned
ενεργητική μετοχή poisoning

poison (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pwa.zɔ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
poison poisons

poison (fr)

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία