poison
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
poison | poisons |
Ετυμολογία επεξεργασία
- poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio
Ουσιαστικό επεξεργασία
poison (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | poison |
γ΄ ενικό ενεστώτα | poisons |
αόριστος | poisoned |
παθητική μετοχή | poisoned |
ενεργητική μετοχή | poisoning |
poison (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
poison | poisons |
poison (fr)