poirier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- poirier < perier < poire
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
poirier | poiriers |
poirier (fr) αρσενικό
- η αχλαδιά
Εκφράσεις επεξεργασία
- faire le poirier: κάνω τη λαμπάδα (στέκομαι με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω)