pointlessly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | pointlessly |
συγκριτικός | more pointlessly |
υπερθετικός | most pointlessly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
pointlessly (en)
παραθετικά | |
θετικός | pointlessly |
συγκριτικός | more pointlessly |
υπερθετικός | most pointlessly |
pointlessly (en)