poento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- poento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poento | poentoj |
αιτιατική | poenton | poentojn |
poento (eo)
- ο πόντος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poento | poentoj |
αιτιατική | poenton | poentojn |
poento (eo)