podeszwa
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | podeszwa | podeszwy |
γενική | podeszwy | podeszew |
δοτική | podeszwie | podeszwom |
αιτιατική | podeszwę | podeszwy |
οργανική | podeszwą | podeszwami |
τοπική | podeszwie | podeszwach |
κλητική | podeszwo | podeszwy |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
podeszwa (pl) θηλυκό