Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

poŝto < γαλλική poste, αγγλική post, γερμανική Post, ιταλική posta...

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική poŝto poŝtoj
αιτιατική poŝton poŝtojn

poŝto (eo)