pneumonique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pnø.mɔ.nik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pneumonique | pneumoniques |
pneumonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pneumonique | pneumoniques |
pneumonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό