pluviothermique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pluviothermique | pluviothermiques |
pluviothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τη βροχή και τη θερμοκρασία
ενικός | πληθυντικός |
pluviothermique | pluviothermiques |
pluviothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό