pluviométrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pluviométrique < pluviométrique
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pluviométrique | pluviométriques |
pluviométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- la situation pluviométrique de la région - η βροχομετρική κατάσταση της περιοχής