Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας pluck up
γ΄ ενικό ενεστώτα plucks
αόριστος plucked
παθητική μετοχή plucked
ενεργητική μετοχή plucking

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις pluck και up

  Ρήμα επεξεργασία

pluck up (en)

  1. αποκόβω τραβώντας
  2. (μεταφορικά) γίνομαι πιο κεφάτος
  3. βρίσκω το κουράγιο, τη δύναμη