Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική plotka plotki
γενική plotki plotek
δοτική plotce plotkom
αιτιατική plot plotki
οργανική plot plotkami
τοπική plotce plotkach
κλητική plotko plotki

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈplɔtka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

plotka (pl) θηλυκό

  • κουτσομπολιό ( φήμη, διάδοση, ιστορία που είναι πολλές φορές ψεύτικη)

Συγγενικά επεξεργασία