Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pliiĝi < pli + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα pliiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pliiĝas pliiĝanta pliiĝata
αόριστος pliiĝis pliiĝinta pliiĝita
μέλλοντας pliiĝos pliiĝonta pliiĝota
υποθετική pliiĝus - -
προστακτική pliiĝu - -

pliiĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

pliigxi, pliighi, pliig'i