plejparto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plejparto | plejpartoj |
αιτιατική | plejparton | plejpartojn |
plejparto (eo)
- το μεγαλύτερο μέρος, η πλειοψηφία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plejparto | plejpartoj |
αιτιατική | plejparton | plejpartojn |
plejparto (eo)