plausibilité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
plausibilité | plausibilités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
plausibilité (fr) θηλυκό
- η πιθανότητα να γίνει κάτι πραγματικότητα]], αληθοφάνεια
ενικός | πληθυντικός |
plausibilité | plausibilités |
plausibilité (fr) θηλυκό