plastro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- plastro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plastro | plastroj |
αιτιατική | plastron | plastrojn |
plastro (eo)
- το έμπλαστρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plastro | plastroj |
αιτιατική | plastron | plastrojn |
plastro (eo)