Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
plaque plaques

plaque (fr) θηλυκό

  1. πλάκα
  2. μάτι (ηλεκτρικής κουζίνας)
  3. πινακίδα (αυτοκινήτου)
  4. κηλίδα