Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
plaidable plaidables

  Επίθετο επεξεργασία

plaidable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη plaider