plafono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- plafono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plafono | plafonoj |
αιτιατική | plafonon | plafonojn |
plafono (eo)
- το ταβάνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plafono | plafonoj |
αιτιατική | plafonon | plafonojn |
plafono (eo)