pit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pit | pits |
pit (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | pit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pits |
αόριστος | pitted |
παθητική μετοχή | pitted |
ενεργητική μετοχή | pitting |
pit (en)
- γεμίζω με βαθουλώματα
Εκφράσεις επεξεργασία
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pit (ca) αρσενικό