pinio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pinio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pinio | pinioj |
αιτιατική | pinion | piniojn |
pinio (eo)
- (φυτό) η κουκουναριά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pinio | pinioj |
αιτιατική | pinion | piniojn |
pinio (eo)