pilolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pilolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pilolo | piloloj |
αιτιατική | pilolon | pilolojn |
pilolo (eo)
- το χάπι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pilolo | piloloj |
αιτιατική | pilolon | pilolojn |
pilolo (eo)