pieux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pieux | pieux |
θηλυκό | pieuse | pieuses |
pieux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pieux | pieux |
θηλυκό | pieuse | pieuses |
pieux (fr)