Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
picture pictures

picture (en)

  1. η εικόνα
  2. η φωτογραφία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας picture
γ΄ ενικό ενεστώτα pictures
αόριστος pictured
παθητική μετοχή pictured
ενεργητική μετοχή picturing

picture (en)

  • φαντάζομαι
    How were you picturing the house?
    Πώς φανταζόσασταν το σπίτι;
    I was picturing you with long hair.
    Σε φανταζόμουν με μακρύ μαλλί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imagine

  Πηγές επεξεργασία