picture
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
picture | pictures |
picture (en)
- η εικόνα
- η φωτογραφία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | picture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pictures |
αόριστος | pictured |
παθητική μετοχή | pictured |
ενεργητική μετοχή | picturing |
picture (en)