photographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɔ.tɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
photographique | photographiques |
photographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
photographique | photographiques |
photographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό