Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
photograph photographs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

photograph (en)

  • η φωτογραφία
    The photograph lost its color.
    Η φωτογραφία έχασε το χρώμα της.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία