Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fle.bɔ.ʁa.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
phléborragie phléborragies

phléborragie (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία