philologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- philologue < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
philologue | philologues |
philologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
philologue | philologues |
philologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό