petit-four
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- petit-four < petit + (pièce de) four
- Η αρχική έννοια της λέξης ήταν «(το) γλυκό».
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /p(ə)ti.fuʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
petit-four | petits-fours |
petit-four (fr) και petit four αρσενικό