petinto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petinto | petintoj |
αιτιατική | petinton | petintojn |
petinto (eo)
- αυτός που ζήτησε κάτι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petinto | petintoj |
αιτιατική | petinton | petintojn |
petinto (eo)