pet peeve
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
pet peeve (en) (αμερικανικά αγγλικά)
- (ιδιωματισμός) πράγμα που σιχαίνομαι
- ↪ Plastic flowers are one of my pet peeves.
- Τα πλαστικά λουλούδια είναι ένα από τα πράγματα που σιχαίνομαι.
- ≈ συνώνυμα: pet hate (βρετανικά αγγλικά)
- ↪ Plastic flowers are one of my pet peeves.