pesilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pesilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pesilo | pesiloj |
αιτιατική | pesilon | pesilojn |
pesilo (eo)
- η ζυγαριά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pesilo | pesiloj |
αιτιατική | pesilon | pesilojn |
pesilo (eo)