perturbato
Λατινικά (la) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
perturbato (la)
- δοτική και αφαιρετική ενικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του perturbatus
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
perturbato (la)
- β΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού μέλλοντα του perturbo