Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός persistently
συγκριτικός more persistently
υπερθετικός most persistently

  Ετυμολογία επεξεργασία

persistently < persistent + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

persistently (en)

  • επίμονα
    It is not polite to stare persistently at others.
    Δεν είναι ευγενικό να κοιτάς επίμονα τους άλλους.

  Πηγές επεξεργασία