Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
perruche perruches

  Ουσιαστικό επεξεργασία

perruche (fr) θηλυκό

  1. η παπαγαλίνα
  2. (μεταφορικά) η γλωσσού