perniciosité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
perniciosité | perniciosités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
perniciosité (fr) θηλυκό
- (λογοτεχνικό) ο χαρακτήρας ενός ηθικά επιζήμιου ατόμου
- (ιατρική) η κακοήθεια μιας ασθένειας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη pernicieux