Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

permutation (en)

  1. παραλλαγή
  2. (κατ’ επέκταση) μία διαφορετική διάταξη από την αρχική ή την προηγούμενη
  3. (μαθηματικά) μετάθεση



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
permutation permutations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

permutation (fr) θηλυκό

  1. η μεταλλαγή, η αλλαγή θέσης με κάτι άλλο
  2. (μαθηματικά) μετάθεση

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη permuter